κατεπόντισε

κατεπόντισε
καταποντίζω
throw into the sea
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συναφίημι — Α [ἀφίημι] 1. εκβάλλω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συναφίημι μετὰ τοῡ ὕδατος καὶ γῆν», Αριστοτ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει, ρίχνω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ἐκπώματα χρυσᾱ κατεπόντισε ταῑς σπονδαῑς συναφιείς», Διόδ. Σ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”